Οὐράνι' — Οὐράνιε , Οὐράνιος heavenly masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… … Dictionary of Greek
ουρανής — ιά, ί 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ουρανί το γαλάζιο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής)] … Dictionary of Greek
σαξ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος χρώματος, ουρανί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)